- ὀναρίδιον
- ὀναρ-ίδιον, τό, = sq., PRyl.239.21 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οναρίδιον — ὀναρίδιον, τὸ (Α) [ονάριον] μικρός όνος, γαϊδουράκι … Dictionary of Greek